-
1 μονάδα
[-ας (-άδος)] η1) единица;μονάδα μήκους — единица длины;
νομισματική μονάδα — денежная единица;
βιομηχανική μονάδα — промышленный объект;
παραγωγική μονάδα — промышленное предприятие;
2) воен, подразделение, часть;μονάδα του στόλου — боевая единица флота, военный корабль;
μονάδα στρατού — воинская часть;
3) филос, монада -
2 μονάδα
μονάςsolitary: fem acc sg -
3 μονάδα
[монада] ουσ. Θ. единица, (στρατ.) часть,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μονάδα
-
4 μονάδα
[монада] ουσ θ единица, (στρατ) часть. -
5 μονάδα
единицаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μονάδα
-
6 μονάδα εντατικής παρακολούθησης
одделението за интензивна негаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μονάδα εντατικής παρακολούθησης
-
7 μονάδα
unité -
8 μονάδα
1) jednostka (f) rzecz.2) jedynka (f) rzecz. -
9 μονάδα
jednotka -
10 μονάδα
unitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μονάδα
-
11 μονάδ'
μονάδα, μονάςsolitary: fem acc sgμονάδι, μονάςsolitary: fem dat sgμονάδε, μονάςsolitary: fem nom /voc /acc dual -
12 birim
μονάδα, ενότητα, κομμάτι -
13 jednotka
μονάδα -
14 unit
μονάδα -
15 jednostka
μονάδα -
16 единица
-ы θ.1. μονάδα. || το τελευταίο ψηφίο του πολυψήφιου αριθμού.2. ο πιο κατώτερος βαθμός στο βαθμολογικό εκπαιδευτικό σύστημα στην ΕΣΣΔ.3. μονάδα μέτρησης•денежная единица νομισματική μονάδα•
единица длины, меры, веса μονάδα μήκους, μέτρου, βάρους.
|| ένας, μονάδα. || πλθ. -ы μερικοί ελάχιστοι•только -ы не выполняют план ελάχιστοι είναι αυτοί που δεν εκπληρώνουν το πλάνο.
-
17 мера
мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...* * *ж1) το μέτρο, η μονάδαме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους
ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά
2) ( средство) τα μέτραме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα
приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα
3) ( степень) ο βαθμόςв изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό
••по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
в ме́ру — με μέτρο
по ме́ре того́ как… — καθώς…
по ме́ре… — ανάλογα με…
-
18 единица
едини||цаж1. (цифра) ἡ μονάδα [-άς]-2. (отметка) τό ενα (ό κακός βαθμός), τό μηδενικό·3. (измерения) ἡ μονάδα [-άς]:денежная \единица ἡ νομισματική μονάδα·4. \единицацы мн. (немногие) μετρημένοι, πολύ λίγοι, ἐλάχιστοι. -
19 unit
['ju:nit]1) (a single thing, individual etc within a group: The building is divided into twelve different apartments or living units.) μονάδα2) (an amount or quantity that is used as a standard in a system of measuring or coinage: The dollar is the standard unit of currency in America.) μονάδα3) (the smallest whole number, 1, or any number between 1 and 9: In the number 23, 2 is a ten, and 3 is a unit.) μονάδα -
20 газообильность
горн. η έκλυση αερίωνотносительная - ανά μονάδα όγκου του πετρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообильность
См. также в других словарях:
μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… … Dictionary of Greek
μονάδα — η 1. (μαθημ.), ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός: Ο αριθμός 1 αποτελεί μια μονάδα. 2. το μέτρο ποσοτήτων ή μεγεθών: Το κιλό είναι μονάδα βάρους. 3. στρατιωτικό τμήμα που έχει ένα διοικητή: Η μονάδα μου υπηρετούσε στην πρώτη γραμμή του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστρονομική μονάδα — Μονάδα μήκους που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των αποστάσεων στο πλανητικό μας σύστημα. Ισούται με το μήκος του μεγάλου ημιάξονα της τροχιάς της Γης (149,5 εκατ. χλμ.). Η χρησιμοποίησή της έγινε αναγκαία για να μπορούν να εκφραστούν με… … Dictionary of Greek
μονάδα — μονάς solitary fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράτι — Μονάδα βάρους πολύτιμων λίθων· μονάδα μέτρησης του βαθμού καθαρότητας των κραμάτων χρυσού. Το κ. ως μονάδα βάρους χρησιμοποιείται σε όλους τους πολύτιμους λίθους, εκτός από τα μαργαριτάρια. Το μετρικό κ. καθιερώθηκε από την Δ’ Γενική Διάσκεψη… … Dictionary of Greek
μίλι — Μονάδα μέτρησης μεγάλων αποστάσεων, με διάφορες τιμές για τη θάλασσα (διεθνές ναυτικό μ.) και για την ξηρά (αγγλικό μ.). Το διεθνές ναυτικό μ. καθορίστηκε με διεθνή σύμβαση του 1929 ακριβώς σε 1.852 μ. · το αγγλικό μ. (που χρησιμοποιείται στη… … Dictionary of Greek
γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα … Dictionary of Greek
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
θερμίδα — Μονάδα ποσότητας θερμότητας (σύμβολο cal) που καθιερώθηκε πριν γίνει αντιληπτό από τους επιστήμονες ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας. Τότε όριζαν τη θερμότητα με βάση τις μεταβολές που αυτή προκαλούσε στη θερμοκρασία κάποιου σώματος.… … Dictionary of Greek
τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… … Dictionary of Greek
έργιο — Μονάδα έργου και ενέργειας στο σύστημα CGS, δηλαδή σε αυτό που δέχεται ως θεμελιώδη μηχανικά μεγέθη το μήκος που εκφράζεται σε εκατοστά, τη μάζα σε γραμμάρια και τον χρόνο σε δευτερόλεπτα. Έργο ίσο με 1 έ. είναι το έργο που παράγεται από τη… … Dictionary of Greek